Γ. ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ : Γιατί δεν αποδέχομαι πρόταση του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας
Είναι ο άνθρωπος που αναμόρφωσε τα αναλυτικά προγράμματα της Κύπρου και αρνείται πεισματικά να ασχοληθεί με κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, γιατί δεν διαπραγματεύεται τους όρους συμμετοχής του. Ο Γιώργος Τσιάκαλος, καθηγητής Παιδαγωγικής στο ΑΠΘ, είναι μία προσωπικότητα που τα τελευταία δύο χρόνια σίγουρα λείπει από τα πανεπιστημιακά δρώμενα της πόλης.
Ο αρχιτέκτονας του εκπαιδευτικού συστήματος της μεγαλονήσου έχει «εγκαταλείψει» για λίγο τη δουλειά του στο ΑΠΘ και έχει εγκατασταθεί στη Λευκωσία. Ως πρόεδρος της επιτροπής Αναλυτικών Προγραμμάτων της Κύπρου αυτές τις ημέρες διεξάγει διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές οι προτεινόμενες αλλαγές. Πριν από δύο εβδομάδες εκλήθη μαζί με επιστήμονες από τη Φιλανδία, τη Σκοτία, την Αυστραλία και την Αμερική από την ελληνίδα υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν ενημερωτικός, αφού η κ. Διαμαντοπούλου ήθελε να μάθει για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των χωρών τους αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν κατά την εφαρμογή τους. Βέβαια ο κ. Τσιάκαλος είναι γνώστης της ελληνικής κατάστασης, γι’ αυτό και δεν αποδέχεται τις κατά καιρούς προτάσεις που του έχουν γίνει να αναλάβει την αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων. Η απάντηση για τον ίδιο, όπως έχει πει, είναι απλή και αναφέρεται στους όρους συμμετοχής σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
«Στην Κύπρο ήταν αυτονόητο από την πρώτη ημέρα ότι η επιτροπή μας, που ορίστηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και το υπουργικό συμβούλιο, θα λειτουργούσε απολύτως ανεξάρτητα από την κυβέρνηση», τονίζει στη «Θ» και φέρνει ως παράδειγμα: «Στις πρόσφατες προτάσεις μας για ριζικές αλλαγές στο δημοτικό σχολείο περιλαμβάνεται και η μείωση των ωρών διδασκαλίας των εκπαιδευτικών κατά δύο ώρες την εβδομάδα. Με τις άλλες αλλαγές που κάναμε στο σχολείο αυτή η μείωση επιτυγχάνεται χωρίς πρόσθετες δαπάνες. Για να φτάσουμε σε αυτήν την απόφαση, δεν χρειάστηκε προηγούμενη συνεννόηση με τον υπουργό Παιδείας ή τον υπουργό Οικονομικών -τυπικά είναι βεβαίως η κυβέρνηση που θα το εγκρίνει, αλλά ουσιαστικά είναι μέρος της δικής μας αποστολής».
Κατά συνέπεια διερωτάται εάν σήμερα η Ελλάδα είναι έτοιμη να δώσει τέτοιες ουσιαστικές αρμοδιότητες σε μία επιτροπή. Η απάντηση είναι αρνητική. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο είναι δύσκολη η υπόθεση μιας ριζικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας σύμφωνα με τον κ. Τσιάκαλο. «Έλλειψη εμπιστοσύνης στους εκπαιδευτικούς, έλλειψη εμπιστοσύνης στις επιτροπές που ορίζει η ίδια η κυβέρνηση, έλλειψη κατανόησης της δυσπιστίας των συντελεστών της εκπαίδευσης, όταν καλούνται σε άλματα προς το μέλλον, ενώ βιώνουν το τέλμα των υπαρκτών κτιριακών υποδομών, όλα αυτά κάνουν πολλούς ανθρώπους να επιλέγουν την αποχή, ενώ θα μπορούσαν να προσφέρουν. Προσωπικά όμως θέλω να ελπίζω ότι αυτές οι νοοτροπίες των ιθυνόντων της παιδείας μας κάποια στιγμή -σύντομα;- θα ανήκουν στο παρελθόν και όσοι και όσες μπορούν να προσφέρουν θα το κάνουν χωρίς την αίσθηση της ματαιότητας».
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Η επιτροπή στην Κύπρο οραματίζεται ένα σχολείο ανθρώπινο και δημοκρατικό. Στο δημοτικό μεγαλώνει η διάρκεια των διαλειμμάτων, μειώνεται ο αριθμός των διδακτικών περιόδων και οι τελευταίες ώρες διατίθενται, για να μπορούν τα παιδιά να κάνουν στο σχολείο με τη δασκάλα τους τα μαθήματα που μέχρι σήμερα χαρακτηρίζονται ως «κατ’ οίκον εργασία». Οι αλλαγές αυτές είναι αποτέλεσμα του διαφορετικού αναλυτικού προγράμματος, που επιτρέπει με λιγότερες ώρες διδασκαλίας να επιτυγχάνονται οι στόχοι. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση επέρχεται ενοποίηση του Ενιαίου Λυκείου με την Τεχνική Εκπαίδευση, υπάρχει κοινό πρόγραμμα για όλα τα παιδιά μέχρι και την α’ λυκείου, ενώ από τη β’ λυκείου προτείνεται ένα κοινό πρόγραμμα ανθρωπιστικής και κοινωνικής παιδείας σε συνδυασμό με την επιλογή ενός προγράμματος εμβάθυνσης (από συνολικά δεκατέσσερα προγράμματα).
Στην Ελλάδα όμως τι πρέπει να γίνει; Για τον καθηγητή Παιδαγωγικής ΑΠΘ είναι αναγκαία η δημιουργία υποδομών που θα λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι μαθητές δεν είναι μόνον αποδέκτες πληροφοριών και γνώσεων, αλλά είναι κυρίως νέοι άνθρωποι που πρέπει να μορφώνονται σε συνθήκες στις οποίες υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη της φυσικής παιδικής περιέργειας και της φυσικής νεανικής έφεσης για μάθηση. Όλα αυτά εξάλλου μπορεί να τα εξηγήσει στην κ. Διαμαντοπούλου σε νέα συνάντησή τους, που θα γίνει στο πλαίσιο της υπό σύσταση κοινής επιτροπής Ελλάδας και Κύπρου για την ανάπτυξη αναλυτικών προγραμμάτων. Εκεί όμως θα είναι από την άλλη πλευρά.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Της Φιλομήλας Δημολαΐδου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου